- ρελατιβισμός
- ο, Νο σχετικισμός, η σχετικοκρατία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relativisme < υστερολατ. relativus «σχετικός» (< λατ. relatus < refero «αναφέρω») + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρελατιβιστής — ο, Ν ο σχετικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. relativist < υστερολατ. relativus (βλ. ρελατιβισμός)] … Dictionary of Greek
σχετικοκρατία — η, Ν (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη η οποία υπερβάλλει τη σχετικότητα τής γνώσης αρνούμενη τον αντικειμενικό χαρακτήρα τής αλήθειας, αλλ. σχετικισμός ή ρελατιβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + κρατία (< κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. τού… … Dictionary of Greek